- επιστέλλω
- ἐπιστέλλω (AM) [στέλλω]1. στέλνω επιστολή, μήνυμα, επικοινωνώ γραπτώς με κάποιον (α. «γράψας ἐς βιβλίον τάδε ἐπέστειλεν εἰς Σάμον», Ηρόδ.β. «ἐπιστέλλω ἐπιστολάς τινι»)2. στέλνω αγγελία, παραγγέλνω («ἡ ἐν Αύλίδι σφαγεῑσ’ ἐπιστέλλει τάδε», Ευρ.)3. διατάζω, παραγγέλνω («τὸν ἄγγελον ἐπιστείλας ταῡτα ἔπεμψε», Ξεν.)4. δίνω διαταγές να κάνουν κάτι («καὶ προστραπέσθαι τούσδ’ ἐπέστελλον δόμους», Αισχύλ.)αρχ.1. αφήνω παραγγελία στη διαθήκη μου2. τραβώ και απλώνω ένδυμα εξωτερικό, πάνω από άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.